- δύστονος
- δύστονος, ον, ([etym.] στένω)A lamentable, grievous, A.Th.989 (lyr., codd.), Ch.469 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δύστονος — (I) η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στη δυστονία ή προέρχεται από αυτήν 2. ως ουσ. εκείνος που πάσχει από μυϊκή δυστονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δυς* + τόνος]. (II) δύστονος, ον (Α) αξιοθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δυς* + στονος < στένω*] … Dictionary of Greek
δυστόνων — δύστονος lamentable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύστονα — δύστονος lamentable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύστον' — δύστονα , δύστονος lamentable neut nom/voc/acc pl δύστονε , δύστονος lamentable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)